στοπάρω

στοπάρω
(αόρ. (ε)στοπάρισα) 1. μετ. останавливать;
2. αμετ. останавливаться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "στοπάρω" в других словарях:

  • στοπάρω — Ν [στοπ] 1. διακόπτω την κίνηση, κάνω να σταματήσει κάτι 2. σταματώ, παύω να κινούμαι …   Dictionary of Greek

  • στοπάρισμα — το, Ν [στοπάρω] παύση τής κίνησης, σταμάτημα …   Dictionary of Greek

  • φερμάρω — (λ. ιταλ.), φερμάρισα και φέρμαρα 1. παρατηρώ κάτι με προσοχή, προσηλώνω το βλέμμα μου σταθερά σε κάτι ή σε κάποιον, το(ν) ατενίζω. 2. ενεδρεύω, καραδοκώ, παραφυλάω: Τον φερμάρανε στο σταυροδρόμι και τον ληστέψανε. 3. κάνω να σταματήσει κάτι που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»